Στο έμπα του χωραφιού στα σκίνα που καθόμαστε και πίναμε το καφεδάκι και το καλαμπουρίζαμε, θυμήθηκα την ιστορία που έλεγε ο Σπυρόγιαννης του καπτά Σπύρου. "Καπτά Σπύρο, πιάσαμε τη φώκα".
Ο Σπυρόγιαννης τότε είχε φέρει τη γαϊτα μαζί με το λεβεντοκάικο του Δαμιανού, καινούρια από το Πέραμα. Ο Σπυρόγιαννης είχε δώσει το όνομα στη γαϊτα “Μυρτιδιώτισσα”, με μηχανή 8 ίππους Παπαθανάση. Αφού χαμογέλασε ο Νικόλας και με κοίταξε με την αργή του φωνή άρχισε να λέει. “Μετά το 1950, τα παιδιά που ακολουθούσαν το γυμνάσιο, ήταν πολύ λίγα από το χωριό. Δεν ήταν όπως σήμερα που είναι υποχρεωτικό τουλάχιστον το γυμνάσιο. Τότε μόλις τελείωνες το δημοτικό- και πολλές φορές μάλιστα όχι-άρχιζες τη δουλειά για να προσφέρεις και συ στην οικογένεια. Δύσκολα χρόνια τότε".
Ο μπάρμπα- Μήτσος ο Παλεθρόμητσος, ζούσε τότε στη Λεύκη με την οικογένειά του η οποία κάπως αυξημένη. Η γεωργία και τα γιδοπρόβατα, η μόνη απασχόληση. Ένα από τα παιδιά ο Νικόλας ήταν δεν ήταν στα 15 του βαρέθηκε να κάθεται στη Λεύκη, και θέλησε να μεταναστεύσει στο χωριό, για να βρει καμιά δουλειά καλύτερη. Οι δουλειές στο χωριό τότε εκτός από τα καΐκια δεν υπήρχε άλλη εργασία για να απασχοληθεί κάποιος. Ο γαμπρός του ο Σπύρος ο Σπυρογιαννάκος τον πήρε στο ψαροκάικο για μουτσάκι. Έτσι λέγανε τα παιδιά που πήγαιναν στα ψαροκάικα για να κάνουν τις δουλειές. Να μαγειρεύουν, να πλένουν το καΐκι, να φέρνουν νερό, και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Μάλιστα ορισμένοι καπεταναίοι άφησαν τη σφραγίδα τους για τη σκληρότητά τους στα μουτσάκια.
Ο Νικόλας λοιπόν αφού έφερε τα μπογαλάκια του μπήκε στη δύναμη του πληρώματος. Στην αρχή όλα δύσκολα για το Νικόλα, τον καινούργιο θαλασσινό. Στο καλάρισμα μπλέκανε τα δάχτυλά του στα δίχτυα, ζαλιζόταν σαν είχε λίγο θαλασσάκι, ξύπνημα τη νύχτα για πρωινή αποστή. Ο Νικόλας ασυνήθιστος για όλα αυτά. Οι μέρες κυλούσαν και ο Νικόλας πάντα τα παλιά γυρόφερνε στο μυαλό του. Το μεγάλο μαρτύριό του ήταν το ξεψάρισμα ιδίως στην βραδυνή αποστή. Εκείνη την εποχή είχαν τα λαδοφάναρα, που και αυτά ήταν δουλειά του μούτσου, να βάλει λάδι, τα τζάμια ένα γύρω καθαρά για να'χει φως, φυτίλι και λάδι. Αργότερα βάλανε τα ψαροκάϊκα ηλεκτρικό φως. Άσε που καταργήσανε τη βραδυνή. Αφού σήκωναν τη βραδυνή έπρεπε να ξεψαρίσουν τα δίχτυα για να είναι έτοιμα για την πρωινή. Το ξεψάρισμα θέλει και λίγο να ξέρεις πως θα πιάσεις το δίχτυ και πως το ψάρι για βγει χωρίς να κόβεις τα μάτια του διχτιού. Εκεί ήταν που ο Νικόλας πελάγωνε ιδίως αν ήταν πιασμένος κανένας σκαρμός ή σκορπιός, για τον Νικόλα ήταν γόρδιος δεσμός. Είχε όμως το εργαλείο του και ξεμπέρδευε στα γρήγορα. Το εργαλείο ήταν ένα μικρό σουγιαδάκι στη τσέπη και έκανε χρυσές δουλειές. Το έβγαζε με τρόπο από την τσέπη του και έκανε τη δουλειά του στα γρήγορα, πάντα όμως με προσοχή να μην τον πάρουν χαμπάρι. Την άλλη μέρα στο άπλωμα και μάζεμα των διχτυών (τότε άπλωναν να στεγνώσουν τα δίχτυα) έβλεπαν τις τρύπες, και έλεγε ο γέρο-Σπυρόγιαννης, ιδίως σαν έριχναν στον Κόρφο : "Δεν είναι να καλάρουμε ξανά στο Κόρφο είναι γεμάτο χελώνες, φώκες, δελφίνια. Αύριο θα πάμε να ρίξουμε βράδυ-πρωί κατά τη Λυγιά". Τα'κουγε όλα αυτά ο Νικόλας και χαμογελούσε.
Τόπε και το'κανε ο γερο-Σπυρόγιαννης. Και νά'την η γαϊτα να βραδιάζει κατά τα Κουρνόσπηλα. Σηκώσανε τα δίχτυα. Τα λαδοφάναρα έτοιμα για το ξεψάρισμα. Ο Νικόλας την ίδια δουλειά. Ξεψάριζε στα δύσκολα το σουγιαδάκι έκανε τη δουλειά του και τα μάτια του Νικόλα να βλέπουν ένα γύρω όλα γνώριμα. Τα μαντριά απέναντι, μπορεί και να'κουγε κανένα τραγοκριαροκούδουνο. Άσπριζε ο Σίμος, γαύγιζαν οι σκύλοι του πατέρα του γιατί έβλεπαν το φως στη θάλασσα. Θα' κουγαν και το κουβεντολόι.
Ο Σπυρόγιαννης πήγε κατά την πλώρη προς νερού του. Γυρίζοντας προς την πρύμη για να τελειώσει κάποια ντούκια, κάθισε και έβλεπε το Νικόλα πώς ξεψάριζε. Ο Νικόλας απορροφημένος στο να κοιτάζει τα γνωστά μέρη της Λεύκης, δεν πήρε χαμπάρι το Σπυρόγιαννη δίπλα του. Σε κάποια στιγμή για να ξεψαρίσει κάποιο σκορπιό, δούλεψε το σουγιαδάκι. Ο Συρόγιαννης τον είδε, δεν είπε τίποτα πήγε στην πρύμη. Κατάλαβε από που γινόντουσαν οι δελφινιές, οι χελωνότρυπες, οι φωκότρυπες.
Αφού νετάρανε το ξεψάρισμα, ο Νικόλας πήγε για ύπνο στ' αμπάρι. Ο Σπυρόγιαννης με τον Σπύρο στην πρύμη να κουβεντιάζουν για τον καιρό και από πού θα καλάρουν την πρωϊνή. Σε κάποια στιγμή λέει του Σπύρου: “Καπτα Σπύρο την πιάσαμε τη φώκια”. “Πού είναι;” λέει ο ΚαπταΣπύρος και κοιτούσε τη θάλασσα. Νόμιζε ότι είχε ρίξει καμιά πετονιά και την έπιασε. “Δεν είναι εκεί που κοιτάς. Είναι στ' αμπάρι και κοιμάται”.
Δεν καταλάβαινε τι του έλεγε μέχρι που του εξήγησε τι γινόταν. Ο Νικόλας τα'κουγε και χαμογελούσε. Όταν κατέβηκαν στ' αμπάρι έκανε ότι κοιμόταν . Έριξαν την πρωινή κατά τη Λυγιά. Το πρωί σήκωσαν τα δίχτυα και γραμμή για το χωριό.
Από εκείνη τη βραδιά που να ξαναφήσουν το Νικόλα παράμερα να ξεψαρίσει. Τον έβαζαν δίπλα τους και αν ήταν κανένα ψάρι μπλεγμένο το ξεψάριζαν αυτοί και έτσι σταμάτησαν οι φωκοχελωνοδελφινότρυπες . Η ιστορία όμως έμεινε. “Καπτα Σπύρο πιάσαμε τη φώκα”.
Τα χρόνια πέρασαν πολλοί θα την έχουν ξεχάσει και θα τη θυμηθούν όταν τη διαβάσουν. Σήμερα ο Νικόλας έχει πάρει κι αυτός το μονόδρομο του Αγιάννη, αφού το πέρασμά του από την ζωή ήταν ό,τι το καλύτερο μπορεί να αφήσει ένας άνθρωπος. Ο ίδιος υπόδειγμα καλοσύνης και με άψογο χαρακτήρα και με μια αξιοθαύμαστη υπόληψη στην κοινωνία και με οικογένεια δακτυλοδεικτούμενη. Ακόμα νομίζω αντηχεί στ' αυτιά μου η φωνή του στο ψαλτήρι. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει εκεί που βρίσκεται.
Τζώρτζης Πασσάκος